σιέλ


σιέλ
Προφορά

Ετυμολογία
σιέλ └γαλλ┘ (bleu) ciel

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ σιέλ

✦ αυτός που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα, σαν το χρώμα του ουρανού, θαλασσής, ουρανής
✦ (ως ουσ.) το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.