σιάλωση


σιάλωση
Προφορά

Ετυμολογία
σιάλωση σιαλόω-ώ

Ερμηνεία
σιάλωση

✦ ουσ. (Κ -σις, -εως) βρέξιμο με σάλιο
✦ ανάμειξη με σάλιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.