σημαδιακός


σημαδιακός
Προφορά

Ετυμολογία
σημαδιακός σημάδι

Ερμηνεία
επίθετο┘ σημαδιακός -ή, -ό

✦ ενδεικτικός, χαρακτηριστικός: σημαδιακή λεπτομέρεια
✦ που έχει σημασία, νόημα: σημαδιακή φράση
✦ (μτφ. ως ουσ.) που έχει σωματική αναπηρία: κάλλιο να φορτώνονταν την πανούκλα, παρά σημαδιακή γυναίκα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.