σημαία
Προφορά
Ετυμολογία
σημαία μεταγενέστερη ελληνική σημαία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σημαία
✦ κομμάτι ύφασμα με τα διακριτικά σημεία και χρώματα έθνους, στρατιωτικού σώματος, συλλόγου, κόμματος κτλ.
✦ (μτφ. ) σύμβολο, έμβλημα
✦ (μτφ. φρ.) υψώνω τη σημαία, διακηρύσσω – καλούμαι υπό τας σημαίας, επιστρατεύομαι – τάσσομαι υπό την σημαίαν, προσχωρώ σε παράταξη, ιδεολογία κτλ. υψώνω λευκή σημαία, (σε καιρό πολέμου) ζητώ διαπραγματεύσεις, ανακωχή ή παραδίδομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–