σηκωμός
Προφορά
Ετυμολογία
σηκωμός σηκώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σηκωμός
✦ έγερση, ξύπνημα: δεν έχει σηκωμό, δεν εννοεί να ξυπνήσει
✦ εξέγερση, επανάσταση: μεμιάς ανέμισαν τα φλάμπουρα του σηκωμού και φτιάσανε δυο λεγεώνες (Δ. Φωτιάδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–