σεφτές
Προφορά
Ετυμολογία
σεφτές └τουρκ┘siftah
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σεφτές
✦ η πρώτη πώληση της ημέρας και τα χρήματα που εισπράττονται απ’ αυτήν
✦ φρ. κάνω σεφτέ, εισπράττω από την πρώτη πώληση της ημέρας ή αρχίζω κάποιο έργο – έχω καλό σεφτέ, φέρνω γούρι στα μαγαζιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–