σεσημασμένος


σεσημασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
σεσημασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του σημαίνω

Ερμηνεία
σεσημασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) επισημασμένος, ιδ. από την αστυνομία, σταμπαρισμένος: σεσημασμένος κακοποιός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.