σερφίστρια


σερφίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
σερφίστρια └αγγλ┘surfer

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σερφίστρια

✦ θηλ. σερφίστρια κ. σέρφερ (ο, η) άκλ. αθλητής που επιδίδεται σε σέρφινγκ, κυματοδρόμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.