σερβί


σερβί
Προφορά

Ετυμολογία
σερβί └γαλλ┘ servi (=υπηρετούμενος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σερβί

✦ χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει: «δεν αλλάζω χαρτί»

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.