σενιάρομαι


σενιάρομαι
Προφορά

Ετυμολογία
σενιάρομαι – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
σενιάρομαι

✦ κ. σενιαρίζομαι ρ. (σενιαρ-ίστηκα, -ισμένος) φροντίζω την εμφάνισή μου, ιδ. να είναι κομψά τα ρούχα που φορώ: στολίστηκε, σενιαρίστηκε και βγήκε βόλτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.