σεμνότυφος


σεμνότυφος
Προφορά

Ετυμολογία
σεμνότυφος επίθετο σεμνός + αρχαία ελληνική τῦφος (= αλαζονεία)

Ερμηνεία
επίθετο┘ σεμνότυφος -η, -ο

✦ αυτός που δείχνει επιτηδευμένη σεμνότητα: και είναι παράξενο να βλέπεις, στα σπίτια αυτών των σεμνότυφων αστών, ζωγραφιστές τόσες ξέστηθες γυναίκες (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.