σεμινάριο
Προφορά
Ετυμολογία
σεμινάριο └λατιν┘ seminarium (= φυτώριο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σεμινάριο
✦ ιερατική σχολή των δυτικών
✦ σύντομος κύκλος μαθημάτων για ενημέρωση σε ορισμένα θέματα
✦ ειδικό πανεπιστημιακό σπουδαστήριο όπου δίνονται διαλέξεις και γίνονται ανακοινώσεις για επιστημονικά θέματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–