σεληνοτροπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σεληνοτροπισμός σελήνη + τροπισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σεληνοτροπισμός
✦ σπάνιο φαινόμενο φωτοτροπισμού κατά το οποίο ορισμένα φυτά επηρεάζονται από το σεληνιακό φως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–