σεληνιακός
Προφορά
Ετυμολογία
σεληνιακός μεταγενέστερη ελληνική σεληνιακός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σεληνιακός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη: σεληνιακό φως – η Κίρκη ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά (Γ. Σεφέρης)
✦ σεληνιακός μήνας, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για μία πλήρη περιστροφή της Σελήνης γύρω από τη Γη (περίπου 29 ημέρες)
✦ φρ. σεληνιακό τοπίο, περιοχή χωρίς ίχνος ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–