σελεμίζω


σελεμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σελεμίζω σελέμης

Ερμηνεία
σελεμίζω

✦ κ. σελεμίζω ρ. τρώγω ή ζω με έξοδα άλλων
✦ προμηθεύομαι τζάμπα: πού το σελέμισες το ρολόι;

Συνώνυμα
οικονομώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.