σελήνη
Προφορά
Ετυμολογία
σελήνη αρχαία ελληνική σελήνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σελήνη
✦ ουράνιο σώμα, φυσικός δορυφόρος της γης, το φεγγάρι
✦ φάσεις της σελήνης, καθεμιά από τις μεταβολές της όψης της σελήνης στο φωτιζόμενο τμήμα της, το ορατό από τη γη
✦ φρ. σελήνη του μέλιτος, ο αμέσως μετά το γάμο μήνας ως η ωραιότερη εποχή όλης της έγγαμης ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–