σελάχι


σελάχι
Προφορά

Ετυμολογία
σελάχι αρχαία ελληνική σελάχιον, υποκοριστικό του σέλαχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σελάχι

✦ είδος ψαριού, σαλάχι
✦ (τουρκ. Silâh) δερμάτινη ζώνη και συνάμα θήκη φορητών όπλων των φουστανελοφόρων: ένας Γκέκας άγριος, με σελάχι γεμάτο πιστόλια (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.