σεκταρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σεκταρισμός σέκτα
Ερμηνεία
σεκταρισμός
✦ (θρησκ.) το σύνολο των αρχών και πεποιθήσεων που έχουν τα μέλη σέκτας (βλ. λ.)
✦ προσκόλληση σε μια στενόμυαλη ιδεολογία, δογματισμός και αδιαλλαξία σε απόψεις θρησκευτικές, πολιτικές, φιλοσοφικές
✦ (πολιτ.) όρος που χρησιμοποιείται στο εργατικό κίνημα και δηλώνει την απόσπαση ή απομόνωση των επαναστατικών εργατικών οργανώσεων ή κομμάτων από τις εργατικές μάζες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–