σεκταρίστρια


σεκταρίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
σεκταρίστρια σεκταρισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σεκταρίστρια

✦ θηλ. σεκταρίστρια οπαδός ή μέλος σέκτας
✦ αυτός που είναι προσκολλημένος στο σεκταρισμό, που χαρακτηρίζεται από δογματισμό και αδιαλλαξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.