σεκιούριτι


σεκιούριτι
Προφορά

Ετυμολογία
σεκιούριτι └αγγλ┘security (= ασφάλεια)

Ερμηνεία
σεκιούριτι

✦ άκλ. ουσ. η λ. για ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες ασφάλειας, ιδ. πρόσωπα που αναλαμβάνουν τη φρούρηση και προστασία προσώπων, κτιρίων, ασφαλή μεταφορά αντικειμένων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.