σεισμοπαθής


σεισμοπαθής
Προφορά

Ετυμολογία
σεισμοπαθής σεισμός + θ. αορ. έπαθον του πάσχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σεισμοπαθής -ής, -ές

✦ σεισμόπληκτος, που έπαθε ή παθαίνει ζημιές από σεισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.