σείω
Προφορά
Ετυμολογία
σείω αρχαία ελληνική σείω
Ερμηνεία
σείω
✦ κ. σειώ ρ. (έσεισα, σείστηκα) δονώ, τραντάζω, κουνώ
✦ (μέσ.) σειέμαι (σείομαι), (μτχ. ενεστ. σεινάμενος) ταλαντεύομαι, κουνιέμαι
✦ περπατώ καμαρωτά: φρ.σεινάμενος και κουνάμενος σειέται και λυγιέται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–