σβαρνίζω


σβαρνίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σβαρνίζω μεσαιωνική ελληνική σβαρνώ

Ερμηνεία
ρήμα σβαρνίζω

✦ θρυμματίζω με σβάρνα τους βόλους νεοσκαμμένου χωραφιού
(μτφ. ) ρίχνω και σέρνω κάτω: κάναν σαν τα φύλλα που τα σβαρνίζει το αγριοκαίρι (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. για το βλέμμα) στρέφω εδώ κι εκεί: έσκυψε… το κεφάλι του και σβάρνισε με τη ματιά του τους ανθρώπους (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα
βολοκοπώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.