σβέρκος


σβέρκος
Προφορά

Ετυμολογία
σβέρκος αλβ. zverk

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σβέρκος

✦ το πίσω μέρος του λαιμού, αυχένας
✦ φρ. του κάθισε στο σβέρκο, τον εξουσιάζει – ψώνισε από σβέρκο, απέτυχε ή εξαπατήθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.