σβάρνα
Προφορά
Ετυμολογία
σβάρνα μεσαιωνική ελληνική σβάρνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σβάρνα
✦ γεωργικό εργαλείο, βολοκόπος
✦ φρ. παίρνω σβάρνα, παρασύρω και ανατρέπω (κυριολ. κ. μτφ.)
✦ επισκέπτομαι διαδοχικά: πήρε σβάρνα όλα τα υπουργεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–