σαχνισί
Προφορά
Ετυμολογία
σαχνισί └τουρκ┘sahnisin
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σαχνισί
✦ στη λαϊκή αρχιτεκτονική, κλειστός στεγασμένος χώρος που προεξέχει από τον κορμό του κτιρίου, αρχιτεκτονική προεξοχή: ξύλινα σπίτια με ανώγια και με σαχνισιά (ξύλινους κλειστούς εξώστες) (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–