σαφρακιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
σαφρακιάζω σουφρακιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σαφρακιάζω
✦ αποκτώ ζάρες, ρυτίδες εξαιτίας πολύωρης παραμονής μέσα στο νερό: σαφράκιασαν τα χέρια της από τη μπουγάδα
✦ (μτβ.) κάνω κάτι να ζαρώσει αφήνοντάς το πολλές ώρες μέσα στο νερό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–