σαφράκιασμα


σαφράκιασμα
Προφορά

Ετυμολογία
σαφράκιασμα σαφρακιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σαφράκιασμα

✦ το ζάρωμα που προκαλείται στο δέρμα ανθρώπου ή ζώου, ή στην επιφάνεια ενός πράγματος εξαιτίας της παραμονής για πολλή ώρα μέσα στο νερό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.