σαφής


σαφής
Προφορά

Ετυμολογία
σαφής αρχαία ελληνική σαφής

Ερμηνεία
επίθετο┘ σαφής -ής, -ές

✦ ξεκάθαρος, που εννοείται εύκολα: σαφής εξήγηση – λόγος σαφής
✦ φρ. γίνομαι σαφής, ξεκαθαρίζω τι θέλω, τι εννοώ

Συνώνυμα
διαυγής, ευκρινής
Αντίθετα
ασαφής, αόριστος
Επιρρήματα
σαφώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.