σαφήνεια
Προφορά
Ετυμολογία
σαφήνεια αρχαία ελληνική σαφήνεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σαφήνεια
✦ ξεκάθαρος λόγος, ενάργεια, διαύγεια νοημάτων: όπως κάθε κουβέντα της στιγμής, δεν έχει πολλή σαφήνεια αυτός ο λόγος (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασάφεια, θολούρα, αοριστία
Επιρρήματα
–