σατυρίαση


σατυρίαση
Προφορά

Ετυμολογία
σατυρίαση μεταγενέστερη ελληνική σατυρίασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σατυρίαση

(ιατρ.) νοσηρή υπερδιέγερση της γενετήσιας ορμής, ακατάσχετη τάση για συνουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.