σατραπίσκος
Προφορά
Ετυμολογία
σατραπίσκος υποκοριστικό του ουσιαστικού σατράπης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σατραπίσκος
✦ νεαρός ή ασήμαντος σατράπης
✦ (μτφ. ) άνθρωπος, νεαρής ηλικίας, δεσποτικός, αυταρχικός
Συνώνυμα
τυραννίσκος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–