σατράπης
Προφορά
Ετυμολογία
σατράπης αρχαία ελληνική σατράπης, └περσ┘ αρχαία ελληνική
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σατράπης
✦ θηλ. σατράπισσα διοικητής επαρχίας του αρχαία ελληνική περσικού κράτους
✦ (μτφ. ) άνθρωπος δεσποτικός, αυταρχικός
Συνώνυμα
τύραννος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–