σατιρικός


σατιρικός
Προφορά

Ετυμολογία
σατιρικός σάτιρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ σατιρικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριστικός της σάτιρας, σκωπτικός: σατιρικό ποίημα – σατιρική διάθεση
✦ αρσ. σατιρικός ως ουσ., ποιητής ή συγγραφέας σατιρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.