σατανάς
Προφορά
Ετυμολογία
σατανάς μεταγενέστερη ελληνική Σατανᾶς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σατανάς
✦ ο διάβολος κατά την Καινή Διαθήκη, ο οποίος εκφράζει και ενσαρκώνει το απόλυτο κακό
✦ (μτφ. ) άνθρωπος ύπουλος, πονηρός
Συνώνυμα
καταχθόνιος, διαβολάνθρωπος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–