σαστισμάρα


σαστισμάρα
Προφορά

Ετυμολογία
σαστισμάρα σαστίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαστισμάρα

✦ κατάσταση ταραχής, συγχύσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.