σαρώνω


σαρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
σαρώνω μεταγενέστερη ελληνική σαρόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα σαρώνω

✦ σκουπίζω το πάτωμα ή το έδαφος
(μτφ. ) καταστρέφω, εξαφανίζω: και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) καταλύω, καταργώ: επιμένει στη λογοκρισία, την ώρα που ο άνεμος της ελευθερίας στην έκφραση σαρώνει παντού τα δεσμά και τις απαγορεύσεις (Ελευθεροτυπία)
✦ (αμτβ.) επικρατώ, έχω μεγάλη επιτυχία σε μιαν αναμέτρηση ιδ. εκλογική: σάρωσαν οι σοσιαλιστές στις τελευταίες εκλογές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.