σαρωτικός


σαρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
σαρωτικός σαρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σαρωτικός -ή, -ό

✦ που σαρώνει, καταστρέφει, εξαφανίζει: σαρωτική θύελλα
✦ (εύχρ. ιδ. μτφ.) καταλυτικός, ολοκληρωτικός: σαρωτική νίκη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.