σαρμάς


σαρμάς
Προφορά

Ετυμολογία
σαρμάς └τουρκ┘sarma

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαρμάς

✦ είδος φαγητού από λιανισμένο κρέας και ρύζι ή σκέτο ρύζι, που έχουν τυλιχτεί σε αμπελόφυλλα ή λαχανόφυλλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.