σαρκικός
Προφορά
Ετυμολογία
σαρκικός μεταγενέστερη ελληνική σαρκικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σαρκικός -ή, -ό
✦ ο της σάρκας, ο αναφερόμενος στη σάρκα
✦ (μτφ. ) ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, στην υλική ζωή του ανθρώπου: σαρκική ηδονή – τέρψη – ο Ελπήνωρ δεν ήξερε να κυβερνήσει τις σαρκικές ορμές του (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πνευματικός
Επιρρήματα
σαρκικά (Κ σαρκικώς)