σαρκίο
Προφορά
Ετυμολογία
σαρκίο αρχαία ελληνική σαρκίον, υποκοριστικό του σάρξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σαρκίο
✦ μικρό κομμάτι σάρκας
✦ μικρό σαρκώδες εκβλάστημα
✦ (ειρων.) η υλική, σωματική υπόσταση του ανθρώπου: δεν τον ενδιαφέρει παρά μόνο το σαρκίο του
Συνώνυμα
τομάρι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–