σαρικοφόρος


σαρικοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
σαρικοφόρος σαρίκι + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σαρικοφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που φοράει στο κεφάλι σαρίκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.