σαρδελοφάγος


σαρδελοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
σαρδελοφάγος σαρδέλα + τρώγω

Ερμηνεία
σαρδελοφάγος

✦ -ος, -ο επίθ. που του αρέσουν οι σαρδέλες
✦ αρσ. ο σαρδελοφάγος ως ουσ., η αλκυόνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.