σαρδανάπαλος
Προφορά
Ετυμολογία
σαρδανάπαλος αρχαία ελληνική κύριο όνομα Σαρδανάπαλ(λ)ος (βασιλιάς των Ασσυρίων)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σαρδανάπαλος
✦ άνθρωπος τρυφηλός, φιλήδονος
✦ ανακατωσούρης, τσαπατσούλης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–