σαραντάρα


σαραντάρα
Προφορά

Ετυμολογία
σαραντάρα σαράντα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαραντάρα

✦ θηλ. σαραντάρα που έχει ηλικία σαράντα χρόνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.