σαρακοστιάτικος


σαρακοστιάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
σαρακοστιάτικος σαρακοστή

Ερμηνεία
επίθετο┘ σαρακοστιάτικος -η, -ο

✦ βλ. σαρακοστιανός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σαρακοστιάτικα, σε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.