σαρακοστεύω


σαρακοστεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σαρακοστεύω σαρακοστή

Ερμηνεία
ρήμα σαρακοστεύω

✦ νηστεύω
(μτφ. ) στερούμαι κάτι, ιδ. φαγώσιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρταίνομαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.