σαράφης


σαράφης
Προφορά

Ετυμολογία
σαράφης └τουρκ┘sarraf

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαράφης

✦ θηλ. σαράφισσα αργυραμοιβός, κολλυβιστής που εξαργυρώνει ξένα νομίσματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.