σανιδόδεσμος


σανιδόδεσμος
Προφορά

Ετυμολογία
σανιδόδεσμος σανίς + δεσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σανιδόδεσμος

✦ δοκάρι που συνδέει οριζόντια πασσάλους ή σανίδες μπηγμένες στο έδαφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.