σαν


σαν
Προφορά

Ετυμολογία
σαν μεσαιωνική ελληνική σάν

Ερμηνεία
σαν

✦ 1. ως σύνδεσμος: α) (χρονικός) όταν, ευθύς, μόλις, άμα: σαν έρθει, θα του το πω β) (αιτιολ.) επειδή (εύχρ. ιδ. πριν από άναρθρο ουσ. ακολουθούμενο από πρόταση με το που): σαν μάνα που είμαι, πρέπει να φροντίζω τα παιδιά γ) (υποθετ.) αν: σαν δουλέψεις, θα φας. 2. ως μόριο ομοιωματικό: όπως, καθώς, σάμπως α) με άναρθρο ουσιαστ. σε ονομαστική: πετάει σαν πουλί β) με έναρθρο ουσιαστικό ή αντωνυμία σε αιτιατική: σαν το βράχον όπου αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό (Διον. Σολωμός) – πάμε σαν τον κάβουρα γ) με χρονικό επίρρημα: και σαν πρώτ’ ανδρειωμένη, χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά (Διον. Σολωμός) δ) ως εισαγωγικό υποθετικής πρότασης, με το να: σαν να ακούστηκε κάτι – σαν να λέμε. 3. (ως μόριο μειωτικό της έννοιας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) νομίζω, αν δεν γελιέμαι: σαν καλά τα καταφέρνει. 4. (ως μόριο απορηματικό πριν από ερωτηματικές αντωνυμίες ή επιρρήματα) άραγε, τάχα: σαν πόσα να κερδίζει το μήνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.